φρατριαστής

φρατριαστής
ὁ, ΜΑ
βλ. φατριαστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρατριαστῶν — φρατριαστής curialis masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης …   Dictionary of Greek

  • φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”